-
1 καταῤ-ῥῑνέω
καταῤ-ῥῑνέω, aus-, zerfeilen, übertr. wie bei uns von der Rede, ἀστεῖόν τι καὶ κατεῤῥινημένον λέγειν Ar. Ran. 901, geistreich u. sein ausgefeilt; nach Phryn. in B. A. 9, 3 τὸ οὕτω λεπτῶς καὶ ἄκρως διειργασμένον ὡς μηδὲ διαιρεῖσϑαι ἐπιτήδειον εἶναι. Bei Aesch. Suppl. 728, βραχίον' εὖ κατεῤῥινημένους, soll es »abgehärtet« heißen, dah. Wellauer κατεῤῥινωμένους vermuthet.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий